Αναζήτηση

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Α΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
του εν τω αγιωνύμω όρει του Άθω ασκήσαντος
28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

    Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αδιανούπολη το 1235 και στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Αλέξιος. ΙΙαιδί ακόμη, έμεινε ορφανός από πατέρα• τον ανέθρεψε η μητέρα του και νωρίς επέδειξε φλέγοντα ζήλο για την άσκηση των ευαγγελικών αρετών και τη μελέτη των ιερών γραμμάτων. Μια μέρα, διαβάζοντας με κατάνυξη τον βίο του οσίου Αλυπίου του Κιονίτου [26 Νοεμ.], επίσης ορφανού όπως κι εκείνος, αποφάσισε να εφαρμόσει αυστηρά τον λόγο του Κυρίου και να εγκαταλείψει κάθε δεσμό με τον κόσμο για να επωμισθεί το ελαφρύ φορτίο και τον χαρμόσυνο ζυγό του Σταυρού. Ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα σε μια μονή της Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας το όνομα Ακάκιος, αλλά μετά από λίγο χρόνο κρίνοντας ότι οι συμμοναστές του δεν είχαν επαρκή ζήλο για τους ασκητικους αγώνεες, αναχώρησε για το αγιώνυμο Όρος του Άθω. Αφού επισκέφθηκε και προσκύνησε όλες τίς μονές και άκουσε τη συμβουλή των πνευματικών πατέρων, εγκαταβίωσε στη Μονή Εσφιγμένου, όπου κατέστη για όλους τους αδελφούς υπόδειγμα αυταπάρνησης και καθημερινού μαρτυρίου για τον Χριστό. Δεν φορούσε ποτέ σανδάλια αλλά γυρνούσε ανυπόδητος και δεν έπλενε ούτε την κεφαλή ούτε τα πόδια. Φορούσε έναν μόνο χιτώνα, νύχτα και μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, κάτω από τον οποίο έκρυβε ένα τραχύ πουκάμισο από τρίχες αλόγου. ΙΙέρασε όλη του τη ζωή με άκρα εγκράτεια, τρώγοντας μόνο λίγο ψωμί και νερό. Τα τρία χρόνια που έμεινε στη μονή αρνήθηκε να έχει κελλ δικό του. Αναπαυόταν λίγες στιγμές σε μιά γωνιά και περνουσε όλη τη νύκτα εδώ κι εκεί, ψάλλοντας ψαλμούς και κρατώντας τον νου στην καρδιά του. Διακονούσε τους αδελφούς του ως τραπεζάρης και δεν κάθησε ποτέ να φάει• μόνη του τροφή ήταν τα ψίχουλα που μάζευε στο τέλος του γεύματος. Αργότερα διακόνημά του ήταν να υπηρετεί στο μαγειρείο, χωρίς ποτέ να παύσει να εγκρατεύεται. Με δάκρυα στους οφθαλμούς μαγείρευε• έβλεπε τη φωτιά του φούρνου και στοχαζόταν το αιώνιο πυρ που επιφυλάσσεται σε όσους διανύουν τον πρόσκαιρο τούτο βίο δίχως να μετανοήσουν.
    Καθώς όλοι οι αδελφοί του συμπεριφέρονταν με σεβασμό, δραττώμενος της ευκαιρίας ενός προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, έφυγε από τον έπαινο και τη δόξα των ανθρώπων και εγκαταστάθηκε, άγνωστος τοις πάσι, σε ένα ερημικό κελλί στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας. Από εκεί έφθασε στο όρος του Αγίου Αυξεντίου [14 Φεβρ.] απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Ωφελήθηκε από τις πνευματικές συζητήσεις που είχε με πολλούς ασκητές που βρήκε εκεί και κατόπιν έφυγε για την περιοχή της Εφέσου, όπου εγκαταστάθηκε στη Μονή του Αγίου Λαζάρου επί του Γαλησίου όρους [7 Νοεμ.]. Εκεί ενεδύθη το μεγάλο αγγελικό Σχήμα, λαμβάνοντας το όνομα Αθανάσιος και επί οκτώ έτη αποταμίευε μέσα του πλούσιους θησαυρούς ουρανίου Θεωρίας. Τόν έπεισαν να δεχθεί τη χάρη της ιερωσύνης, την οποία απέφευγε από ταπεινοφροσύνη. Του ανέθεσαν κατόπιν το διακόνημα του εκκλησιάρχη και ανταποκρινόταν στά καθήκοντά του ως άγγελος υπηρετών στο επουράνιο θυσιαστήριο. Ο Αθανάσιος όμως δεν μπρούσε να μην αναπολεί την αγαλλίαση της ησυχίας κι έτσι, πήρε ευλογία να αποσυρθεί εκ νέου σε ένα ασκητήριο στον Άθωνα. Μετά από λίγο τον έδιωξαν από εκεί, κινούμενοι από φθόνο του μισόκαλου διαβόλου και αποσύρθηκε σε μια ερημική τοποθεσία στο όρος Γάνος της Θράκης. Σιγά σιγά, άρχισαν να έρχονται μαθητές για να υποταγούν στην πνευματική του καθοδήγηση και μέγας αριθμός λαών, ανδρών και γυναικών, πλούσιων καί πτωχών, προσέτρεχαν για να τον συμβουλευθούν και να λάβουν την ευλογία του. Ίδρυσε επίσης ο άγιος λίγο μακρύτερα μια γυναικεία μονή, της οποίας ήταν ο πνευματικός πατέρας.
    Επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), η Εκκλησία ήταν αποδυναμωμένη και διαερεμένη εξαιτίας των ταραχών που προκάλεσαν οι λατινόφρονες Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1282) και ο πατριάργης Ιωάννης Βέκκος (1274-1282), και είχε μεγάλη ανάγκη ενός θεοφόρου ανδρός για να την παλινορθώσει στις υγιείς βάσεις της παραδόσεως των Αποστόλων και των Πατέρων. Έχοντας πληροφορηθεί τις αρετές του Αθανασίου, ο οποίος έμενε τότε στη Μονή του Ξηρολόφου στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας έστειλε μια αντιπροσωπεία επισκόπων και ιερέων να ζητήσουν από τον ασκητή να αποδεχθεί το πατριαρχικό αξίωμα. Ο άγιος είχε λογισμό να αρνηθεί αλλά θυμήθηκε τότε ένα όραμα που είχε δει όταν ήταν στο Γαλήσιο όρος, στο οποίο απειλούνταν με καταδίκη εκ Θεού για παρακοή εάν αρνιόταν την αρχιερωσύνη. Έκανε λοιπόν υπακοή και ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο στις 14 Οκτωβρίου 1289. Δίχως διόλου να εγκαταλείψει την άσκησή του και την αδιάλειπτο προσευχή, άρχισε ως νέος Χρυσόστομος να εκβάλλει τους διεφθαρμένους και τους ακόλαστους ανθρώπους οι οποίοι ως ζιζάνια εζημίωναν την Εκκλησία• απαίτησε δε από τους επισκόπους να διαμένουν στις επισκοπικές τους έδρες. Οι ριζικές αυτές μεταρρυθμίσεις ωστόσο σύντομα ανεστάλησαν εξαιτίας των ραδιουργιών και του φθόνου των ισχυρών και ο άγιος παραιτήθηκε από τον θρόνο το 1293, προτιμώντας να υποταγεί στον Θεό μάλλον παρά να εξαντλεί ανώφελα τις δυνάμεις του στον ανυπότακτο κλήρο και στον απειθή λαό. Επέστρεψε λοιπόν στην ησυχία του, συνομιλώντας μόνος τω Θεώ μόνω και προσευχόμενος για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο διάδοχός του στον Οικουμενικό θρόνο, πατριάργης Ιωάννης, άνθρωπος πράος και ταπεινόφρων, εστερείτο της ενργητικότητας του Αθανασίου και δεν στάθηκε ικανός να θέσει σε τάξη την Εκκλησία. Μετά από μια δεκαετία (1303), μή μπορώντας ο αύτοκράτορας να βρεί άλλον άνθρωπο φωτισμένο από το Αγιο Πνεύμα, έστειλε εκ νέου να βρουν τον Αθανάσιο, ο οποίος δέχθηκε παρά τη διαφορετική του επιθυμία. Φωτισμένος από τη χάρη της προσευχής και από τον πλούτο των θησαυρών που αποταμίευσε στην ησυχία, ο άγιος έλαμπε ακόμη περισσότερο στον πατριαρχιχικό θρόνο. Απεδείχθη ιατρός δραστήριος και άνευ συμβιβασμών για την ορθόδοξη πίστη και ποιμήν πράος και φιλόστοργος για τον λαό της Βασιλεύουσας. που δεινώς εμαστίζετο από έναν φοβερό λιμό. Προΐστατο αυτοπροσώπως στις διανομές συσσιτίου και ρουχισμού και οργάνωσε μια επιτροπή ελέγχου των τιμών των τροφίμων. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, λυσσώντας εναντίον του αγίου, κίνησε πάλι τον φθόνο ορισμένων οι οποίοι αντέστησαν στις πατριαρχικες επιδιώξεις, και ο άγιος Αθανάσιος αναγκάσθηκε να παραιτηθεί για δεύτερη φορά (1309).
    Aπελευθερωμένος από τις μέριμνες του κόσμου, με τη συνείδησή του γαλήνια, ο άγιος Αθανάσιος μπόρεσε πλέον να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη θεωρία και στην πνευματική καθοδήγηση των πολυάριθμων μαθητών του, ως το τέλος του βίου του. Έλαβε παρά Κυρίου το χάρισμα να διαβλέπει τις καρδιές των ανθρώπων και να προλέγει μελλοντικά γεγονότα. Στήν αλληλογραφία του, που σώζεται, φαίνεται ο ζήλος του γιά την ψυχική ωφέλεια του λαού και οι συχνές προτροπές προς τον αυτοκράτορα και τους πιστούς να μετανοήσουν γιά ν’ αντισταθούν στήν ακαταμάχητη επέλαση των Τούρκων. Φθάνοντας στην ηλικία των ογδόντα χρόνων (1315) διαισθάνθηκε το επικείμενο τέλος, συνάθροισε γύρω του τους μαθητές του και τους δίδαξε για τελευταία φορά να καλλιεργούν τις τρείς βασιλίδες άρετές - ταπεινοφροσύνη, αγάπη και ελεημοσύνη - καθώς και να επιμένουν στη διά βίου εγκράτεια και στη διαρκή καταπολέμηση των εμπαθών λογισμών που προσπαθούν να εμφωλεύσουν στην καρδιά. Εκοιμήθη εν ειρήνη δοξάζοντας την Αγία Τριάδα. Δεν άργησαν να επιτελεσθούν πολυάριθμα θαύματα στον τάφο του και σύντομα η τιμή του ως αγίου αναγνωρίσθηκε από την Εκκλησία (1368).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου